- Ὁμηρίζω
- Ὁμηρίζωimitate Homerpres subj act 1st sgὉμηρίζωimitate Homerpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομηρίζω — ὁμηρίζω (Α) 1. μιμούμαι τον Όμηρο, γράφω ποιήματα χρησιμοποιώντας ομηρικές φράσεις 2. θεατρ. εκτελώ σκηνές από τα ομηρικά έπη 3. (για άρρενες) συνουσιάζομαι παρά φύσιν 4. αφαιρώ αίμα με βεντούζα, κάνω κοφτές βεντούζες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὅμηρος. Το ρ … Dictionary of Greek
Ὁμηρίζοντα — Ὁμηρίζω imitate Homer pres part act neut nom/voc/acc pl Ὁμηρίζω imitate Homer pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁμηρίσαι — Ὁμηρίζω imitate Homer aor inf act Ὁμηρίσαῑ , Ὁμηρίζω imitate Homer aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁμηρίδδειν — Ὁμηρίζω imitate Homer pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁμηρίζειν — Ὁμηρίζω imitate Homer pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁμηρίζοντας — Ὁμηρίζω imitate Homer pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁμηρίζουσα — Ὁμηρίζω imitate Homer pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁμηρίζων — Ὁμηρίζω imitate Homer pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομηριστής — ο (Α ὁμηριστής) [ομηρίζω] 1. αυτός που μιμείται τον Όμηρο ή αυτός που απαγγέλλει τα ομηρικά έπη, ραψωδός 2. αυτός που ασχολείται με την ομηρική ποίηση νεοελλ. ειδικός μελετητής τών ομηρικών επών και τού ομηρικού ζητήματος αρχ. 1. (για υποκριτή… … Dictionary of Greek